- θυσιάζομαι
- θυσιάζομαι, θυσιάστηκα, θυσιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
εξοδιάζω — (I) και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) [εξόδιος] ξοδεύω, δαπανώ μσν. νεοελλ. 1. υποβάλλω σε έξοδα 2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη») 3. ξεπουλώ 4. θυσιάζομαι 5. διασκορπίζω αρχ. καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω. (II) (Μ ἐξοδιάζω)… … Dictionary of Greek
θοινώ — θοινῶ, άω (Α) [θοίνη] 1. (ενεργ. και μέσ.) τρώγω, κατατρώγω 2. παρέχω συμπόσιο, παραθέτω γεύμα, φιλεύω κάποιον 3. μέσ. (για πληγή) θοινῶμαι κατατρώγω, διαβιβρώσκω («σάρκα θοινᾱται», Ευρ.) 4. (παθ). τρώγομαι σε ευωχία, θυσιάζομαι … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
θυσιάζω — (ΑΜ θυσιάζω) [θυσία] προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι») νεοελλ. 1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου 2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως τό πούλησα»)… … Dictionary of Greek
παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… … Dictionary of Greek
σπένδω — Α 1. κάνω σπονδή, χύνω από το ποτήρι μου κάτω μέρος από το περιεχόμενο υγρό, συνήθως κρασί, ως προσφορά σε κάποιον θεό (α. «αὐτάρ ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ εὔξεαι», Ομ. Οδ. β. «σπένδων αἴθοπα οἶνον ἐπ αἰθομένοις ἱεροῑσιν», Ομ. Ιλ. γ. «σπείσασα… … Dictionary of Greek
συσφαγιάζομαι — Α σφαγιάζομαι, θυσιάζομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σφαγιάζω «σφάζω, θυσιάζω»] … Dictionary of Greek
θυσιάζω — θυσίασα, θυσιάστηκα, θυσιασμένος 1. προσφέρω κάτι ως θυσία σε θεότητα. 2. αποστερούμαι κάτι για χάρη κάποιου σκοπού: Θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα. ― Θυσίασε τα πάντα για χάρη της. 3. το παθ., θυσιάζομαι σκοτώνομαι, στερούμαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)